εδραιώνω

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

(AM ἑδραιῶ, -όω) εδραίος
στερεώνω, κάνω σταθερό κάτι
αρχ.
ασφαλίζω, οχυρώνω.