ἑδραιότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A stability, Corn.ND14, Procl.in Prm.p.794 S., in Ti.2.49D.
II sedentary occupation, D.Chr.7.110.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 estabilidad, firmeza en fil. neoplatónica τὸ πῦρ ... ἂν διεφορήθη μηδεμιᾶς μετασχὸν (τῆς γῆς) ἑδραιότητος Procl.in Ti.2.49.7, Τηθὺς ... τὴν ἑδραιότητα παρέχεται Procl.in Cra.81, cf. in Prm.1011, πρὸς σύμβολον τοῦ <ἐξ> ἐνδομενείας καὶ ἑδραιότητος Corn.ND 14, tb. en lit. crist. ἦν ποτε ἐν στάσει καὶ ἑδραιότητι τυγχάνων Tit.Bost.Man.M.18.1128D, c. gen. u otra determinación κατ' ἀλήθειαν Clem.Al.Strom.1.19.96, ἡ τῆς πίστεως ἑ. Cyr.Al.Inc.Unigen.686e, ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ Procop.Gaz.M.87.2064C.
2 sedentarismo δι' ἀργίαν τε καὶ ἑδραιότητα D.Chr.7.110.

German (Pape)

[Seite 716] ητος, ἡ, das Festsitzen; Unveränderlichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδραιότης: -ητος, ἡ, στερεότης, σταθερότης, μονιμότης, ἀκινησία, Κλήμ. Ἀλ. 859· τὸ καθίσαι τῆς ἑδραιότητος σύμβολον Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1. σ. 352D.