μονιμότης
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
-ητος, ἡ, constancy, steadfastness, Procl.in Alc.p.60 C.
German (Pape)
[Seite 202] ητος, ἡ, die Dauer, Festigkeit, Beharrlichkeit, Treue, Procl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονῐμότης: -ητος, ἡ, τὸ μονίμως διαμένειν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκιβ. 60.