ἑκκαιδεκάπηχυς
English (LSJ)
Dor. ἑκκαιδεκάπαχυς, υ, gen. εος, contr. ους, sixteen cubits long or high, Decr.Byz. ap. D.18.91, IG11(2).161 D120 (Delos, iii B.C.), Plb.5.89.6.
Spanish (DGE)
-υ
• Alolema(s): dór. -πᾱχυς Decr. en D.18.91
• Morfología: [gen. contr. -χους Plb.5.89.6]
de dieciséis codos como medida εἰκόνες Decr.l.c., δοκός IG 11(2).161D.120 (Delos III a.C.), ξύλα ID 290.223 (III a.C.), ὄφεις D.S.17.90.1, cf. Str.15.1.45
•subst. largo de dieciséis codos ξύλα ἀφ' ἑκκαιδεκαπήχους ἕως ὀκταπήχους Plb.l.c.
German (Pape)
[Seite 761] sechszehnellig; εἰκόνας – πήχεις Dem. 18, 91; gen. -πήχους Pol. 5, 89, 6.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. χεος-ους;
de seize coudées.
Étymologie: ἑκκαίδεκα, πῆχυς.
Russian (Dvoretsky)
ἑκκαιδεκάπηχυς: 2, gen. εος, стяж. ους протяжением или размером в шестнадцать пехиев (πῆχυς = 46.24 см) Dem., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκκαιδεκάπηχυς: Δωρ. ἑκκαιδεκάπᾱχυς, υ, γεν. εος, συνῃρ. -ους, ὁ ἔχων ὕψος ἢ μῆκος δεκαὲξ πήχεων, Ψήφισμα Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 11, Πολύβ. 5. 89, 6.
Greek Monolingual
ἑκκαιδεκάπηχυς και ἑκκαιδεκάπαχυς, -υ (Α)
αυτός που έχει ύψος ή μήκος δεκαέξι πήχεων.
Greek Monotonic
ἑκκαιδεκάπηχυς: Δωρ. -πᾱχυς, -υ, γεν. -εος, συνηρ. -ους, αυτός που έχει μήκος ή ύψος δεκαέξι πήχεις, σε Ψήφ. Βυζ. παρά Δημ.