ἑτεροπρόσωπος

English (LSJ)

ἑτεροπρόσωπον, of another person: σχῆμα ἑτεροπρόσωπον = when a statement is made in the words of another, Phoeb.Fig.1.5, cf. Choerob.Rh. p.256S. Adv. ἑτεροπροσώπως = with another person, ἀνατίθησι Proll.Hermog. in Rh.7.7 W.

German (Pape)

[Seite 1049] von verschiedener Person, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροπρόσωπος: грам. отличающийся по (грамматическому) лицу.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροπρόσωπος: -ον, διαφέρω κατὰ τὸ πρόσωπον, καὶ ἐπίρρ. -πως, Γραμμ.
ΙΙ. σχῆμα ἑτ., ὁπόταν λέγηταί τις ὡς ἐξ ἄλλου προσώπου, δηλ. μὲ τὰς λέξεις ἄλλου προσώπου, Φοιβάμμων περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. 504, 6· ἐπίρρ. -πικῶς, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτεροπρόσωπος, -ον)
αυτός που συντάσσεται κατά το φαινόμενο της ετεροπροσωπίας
αρχ.
φρ. «σχῆμα ἑτεροπρόσωπον» — όταν εκφράζεται κάποιος χρησιμοποιώντας αυτολεξεί φράσεις άλλου.
επίρρ...
ετεροπροσώπως και ετεροπρόσωπα (ΑΜ ἐτεροπροσώπως)
κατά το φαινόμενο της ετεροπροσωπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πρόσωπο].