ἔγκομμα
English (LSJ)
-ατος, τό, obstacle, hindrance, PSI5.500 (iii B.C.), Al.Ex. 34.12, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: en pap. graf. ἐνκ-
I 1impedimento, obstáculo ἐνκόμματα ποιεῖ τοῦ μὴ συντελεῖσθαι τὰ ἔργα PSI 500.7 (III a.C.), τὰ λοιπὰ ἐγκόμματα ... τοῦ σωματίου ἐστί los demás obstáculos (para ser buenos) pertenecen al cuerpo M.Ant.10.33.
2 concr. tropiezo, trompicón ἔ.· πρόσκομμα Hsch., Sud.
II fig. causa de tropiezo, piedra de escándalo ὥσπερ τινὰ λίθων ἐγκόμματα τοῖς ἐν σκότῳ βαδίζουσι ... ἐρριμμένα de los ídolos paganos, Eus.VC 3.54.4, LC 8 (p.216), cf. Al.Ex.34.12.
German (Pape)
[Seite 709] τό, Einschnitt; übertr., Anstoß, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκομμα: τό, πρόσκομμα, Ἡσύχ., Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνσταντ. σ. 511Β.