obstáculo
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
Spanish > Greek
ἐγκοπή, ἔμφραγμα, διάφραγμα, ἀντιπίπτω, ἐμποδών, εἱργμός, διακώλυμα, ἐμπόδισις, ἐμποδισμός, ἐμπόδισμα, ἔγκομμα, ἀντίκρουσις, ἔνστημα, βάσανος, τὸ ἐμπόδιον, ἐμπόδιον, ἐνστατικός, ἔνεδρον