impedimento
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Spanish > Greek
ἐγκοπή, τὸ ἐμποδίζον, ἐμποδών, διάφραξις, τὸ ἐμποδοῦν, εἱργμός, ἀποκώλυσις, ἐγκωπή, ἐναντίωμα, διακώλυμα, ἐμπόδισις, ἐμποδισμός, ἐμπόδισμα, ἔγκομμα, ἔνστημα, διακώλυσις, τὸ ἐμπόδιον, ἐμπόδιον