ἔειπα

English (LSJ)

ἔειπον, Epic for εἶπα, εἶπον.

Spanish (DGE)

v. λέγω.

French (Bailly abrégé)

poét. c. εἶπα.

Greek (Liddell-Scott)

ἔειπα: ἔειπον, Ἐπ. ἀντὶ εἶπα, εἶπον.

Greek Monotonic

ἔειπα: ἔειπον, Επικ. αντί εἶπα, εἶπον.

German (Pape)

ep. = εἶπα.