ἔμπλειος

English (LSJ)

v. ἔμπλεος.

Spanish (DGE)

v. ἔμπλεως.

German (Pape)

[Seite 814] poet. = ἔμπλεος, Od. 18, 118 u. öfter, wie Theocr. 25, 207; auch ἐνίπλειος.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἔμπλεος.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπλειος: Hom. = ἔμπλεος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπλειος: -η, -ον, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἔμπλεος.

English (Autenrieth)

and ἐνί-πλειος: filled with, full. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. έμπλεος.

Greek Monotonic

ἔμπλειος: -η, -ον, Επικ. αντί ἔμπλεος.