έμπλεος

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἔμπλεος, -α, -ον
Α και ἔμπλεως, -ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, -η, -ον
1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα
αρχ.
φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» — παραφουσκωμένος από εγωισμό.