ἔναθλος

English (LSJ)

ἔναθλον,
A laborious, πόνοι Ph.1.646.
II ἔναθλον, τό, contest, in plural, dub. in IG7.2532.

Spanish (DGE)

-ον
1 que requiere esfuerzo πόνοι Ph.1.646.
2 subst. τὰ ἔναθλα proezas μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου Ephr.Syr.2.355D.

German (Pape)

[Seite 825] mühsam, πόνος Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἔναθλος: -ον, ὁ μετ’ ἄθλων, ἐπίπονος, πόνοι Φίλων 1. 646.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔναθλος, -ον)
αυτός που γίνεται με αγώνα και άθληση, κουραστικός, επίπονος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔναθλον
ο αγώνας.