ἔνοδμος

English (LSJ)

ἔνοδμον, (ὀδμή) swect-smelling, fresh, Nic.Th.41.

Spanish (DGE)

-ον
apestoso, de olor fuerte τὸ δὲ τοιοῦτον ἄλγημα ... συριγγῶδες καὶ ἔνοδμον Hp.Epid.7.5, κέρας Nic.Th.41.

German (Pape)

[Seite 849] duftend, frisch, Nic. Th. 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνοδμος: -ον, (ὀδμή), ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ ὀσμήν, πρόσφατος, Νικ. Θηρ. 41.

Greek Monolingual

ἔνοδμος, -ον (Α) οδμή
αυτός που έχει τη συνηθισμένη του οσμή, πρόσφατος, φρέσκος.