φρέσκος
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
Greek Monolingual
-ια, -ο, θηλ. και -η, Ν
1. πρόσφατος, νωπός («φρέσκα φρούτα»)
2. δροσερός («φρέσκο δέρμα»)
3. μτφ. ζωηρός, ακμαίος («φρέσκο μυαλό»)
4. το ουδ. ως ουσ. βλ. φρέσκο (Ι)
5. φρ. «φρέσκος αέρας»
α) ευχάριστη, δροσερή ατμόσφαιρα
β) ειρων. αράδιασμα λόγων χωρίς περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fresco, λ. γερμ. προέλευσης (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. frisc)].