ἔξηβος
English (LSJ)
ἔξηβον, (ἥβη) past one's youth (acc. to Hsch., thirty-five years old), A.Th.11.
German (Pape)
[Seite 880] aus den Jünglingsjahren herausgewachsen, Aesch. Spt. 11; nach B. A. 37 gewöhnlicher ἔξωρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui a dépassé l'âge des éphèbes.
Étymologie: ἐξ, ἥβη.
Russian (Dvoretsky)
ἔξηβος: ὁ вышедший из юношеского возраста, т. е. зрелый муж Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξηβος: -ον, (ἥβη) «ἔξω τῆς ἥβης· τριάκοντα πέντε ἐτῶν» Ἡσύχ.· καὶ τὸν ἐλλείποντ’ ἔτι ἥβης ἀκμαίας, καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 11.
Greek Monolingual
ἔξηβος, -ον (Α)
αυτός που πέρασε την ηλικία του εφήβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηβός, πρβλ. έφηβος].
Greek Monotonic
ἔξηβος: -ον (ἥβη), αυτός που έχει περάσει την εφηβική ηλικία, σε Αισχύλ.