ηβός

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

ἡβὸς και δωρ. τ. ἁβός, -ή, -όν (Α)
νέος, νεαρός («τὸ μέν τις οὔθ' ἁβὸς οὔτε γήρᾳ σημαίνων ἁλιώσει» — αυτό βέβαια ούτε κανένας νεαρός ούτε γέροντας επιδρομέας θα το αφανίσει, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Σοφοκλή ως αβός (δωρ. τ.) < ήβη].