ἔρασις
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1017] ἡ, das Lieben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρᾰσις: -εως, ἡ, (ἔραμαι) ἐπιθυμία, μῖξις, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολόγου (437. 38) καὶ ἄλλων Γραμμ. πρὸς ὑποστήριξιν τῆς ἰδίας αὐτῶν ἐτυμολογίας τῆς λέξ. ἥρως.