ἡμισαπής

English (LSJ)

ἡμισαπές, (σήπομαι) half-putrid, Hp.Morb.1.31, Gal.7.301, al.

German (Pape)

[Seite 1170] ές, halb verfault, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισᾰπής: -ές, (σήπομαι) κατὰ τὸ ἥμισυ σεσηπώς, Ἰππ. 461. 11. Γαλήν.

Greek Monolingual

ἡμισαπής, -ές (Α)
αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακροσαπής, ασαπής].