ἡπατῖτις

English (LSJ)

ιδος, ἡ,
A of or in the liver, δυσεντερία Gal.18(1).145; ἡ ἡ. (sc. φλέψ) the vena cava ascendens, Hp.Oss.10, Diog.Apoll. 6, Arist.HA512a6.
2 liver-coloured, ἀλόη Gp.6.6.2, Alex.Trall. 7.6; hepatitis [gemma], Plin.HN37.186.
II as substantive, liver-wort, = εὐπατώριον, Ps. -Dsc.4.41.

Greek (Liddell-Scott)

ἡπᾰτῖτις: -ιδος, ἡ, ἀνήκων εἰς τὸ ἧπαρ ἢ ἐν αὐτῷ ὤν, δυσεντερία Γαλην. 18. 1, 145˙ ἡ ἡπατῖτις (ἐνν. φλέψ), vena cava ascendens, Ἱππ. 276. 54., 1034G, Ἀριστ. Ι. Ζ. 3. 2, 7. 2) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἥπατος, hepatitis gemma, ἡπ. λίθος Πλίν. Η. Ν. 37. 71. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., εἶδος φυτοῦ, συνώνυμον τῷ εὐπατώριον, Διοσκ. 4. 41.

Russian (Dvoretsky)

ἡπατῖτις: ιδος ἡ печеночная: ἡ φλέψ Arst. печеночная, т. е. нижняя полая вена.

German (Pape)

ἀλόη, Geop.; die Leber betreffend, = ἡπατικός, Medic., ἡπ. φλέψ, die große Hohlader, Arist. H.A. 3.2; Medic. Auch eine Pflanze, Diosc.