ἰδιότοπον, of their own district, βασιλεῖς cj. in Peripl.M.Rubr.47.
ἰδιότοπος, -ον (Α)αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῖς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθένας χώρα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. άτοπος].