ἰθύβιος

English (LSJ)

[ῑθῠ], ον straightforward, honest, IG5(2).474 (Megalopolis, ii/iii A.D.; εἰθ- lapis).

Greek Monolingual

ἰθύβιος, -ον (Α)
ευθύς, τίμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος, μακρόβιος].