ἰκμαλέος

English (LSJ)

α, ον,
A damp, wet, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.23, Aret.SD2.1, Opp.H.3.595.
2 full of fluid, of the liver, Hp.Mul.1.7.

German (Pape)

[Seite 1248] feucht, naß; Opp. H. 3, 595; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκμᾰλέος: -α, -ον, πλήρης ἰκμάδος, ὑγρός, Ἱππ. 593. 15, Ὀππ. Ἁλ. 3. 595, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. κε΄, 65.

Greek Monolingual

ἰκμαλέος, -α, -ον (Α)
1. υγρός, νοτερός
2. (για το ήπαρ) αυτός που είναι γεμάτος υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς + επίθημα -αλέος (πρβλ. βραγχαλέος, διψαλέος)].