ἰλλαίνω

English (LSJ)

look awry, squint, Hp.Epid.3.1.γ; of the eyes, to be distorted, Id.Coac.214, Epid.4.12:—so also in Pass., ἰλλαίνομαι, Id.Morb.3.12. ἴλλαος, v. ἵλαος.

German (Pape)

[Seite 1251] die Augen verdrehen, schielen, vom Auge, Hippocr.; auch pass., οἱ ὀφθαλμοὶ ἰλλαίνονται, id.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλλαίνω: βλέπω διαστρόφως, «ἀλλοιθωρίζω» Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1066· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, εἶμαι ἢ γίνομαι διάστροφος, «ἀλλοιθωρίζω», ὁ αὐτ. 153C, 1122C· - οὕτω καὶ ὡς ἀποθ., ἰλλαίνομαι, 491. 6.

Greek Monolingual

ἰλλαίνω (Α)
αλληθωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + κατάλ. -αίνω (πρβλ. θερμαίνω, λευκαίνω)].