ἰοβλέφαρος
English (LSJ)
Dor. ἰογλέφαρος, ον, violet-eyed, Pi.Fr.307; Χάριτες, Μοῦσαι, B.18.5, 8.3, cf. Man.5.145, Luc.Im.8.
German (Pape)
[Seite 1255] veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paupières noires, aux yeux noirs.
Étymologie: ἴον, βλέφαρον.
Russian (Dvoretsky)
ἰοβλέφᾰρος: дор. ἰογλέφᾰρος 2 (ῑ) темноглазый (Ἀφροδίτη Pind., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰοβλέφᾰρος: Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».
Greek Monolingual
ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι
καλλιβλέφαροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλιβλέφαρος, χρυσοβλέφαρος].
Greek Monotonic
ἰοβλέφᾰρος: -ον (ἴον, βλέφαρον), αυτός που έχει βλέφαρα με βλεφαρίδες σε χρώμα μενεξεδί (ἴον), σε Λουκ.