ἰονθάς

English (LSJ)

ἰονθάδος, ἡ, shaggy, epithet of the wild goat, Od.14.50.

German (Pape)

[Seite 1256] άδος, ἡ, zottig, Beiwort der wilden Ziege, Od. 14, 50; nach anderen alten Erkl. τῆς ἰούσης θοῶς, oder auch = jung, s. das Folgde; noch Andere dachten an ἄνθος u. erkl. ἀκμαῖος, im besten Alter.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
velue.
Étymologie: DELG *wendh « poil, cheveu », cf. m.irl. find « chevelure », v-pr. wanso « première barbe ».

Russian (Dvoretsky)

ἰονθάς: άδος adj. f косматая (ἄγριος αἴξ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰονθάς: -άδος, ἡ, τριχωτός, «μαλλιαρός», ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς, Ὀδ. Ξ. 50.

English (Autenrieth)

άδος (ϝιονθ.): shaggy, Od. 14.50†.

Greek Monolingual

ἰονθάς, -άδος, ἡ (Α) ίονθος
(για την άγρια κατσίκα) μαλλιαρή, δασύτριχη («ἰονθάδος ἀγρίου αἰγός», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἰονθάς: -άδος, ἡ, τριχωτός, μαλλιαρός, επίθ. του αγριοκάτσικου, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἰονθάς, άδος,
shaggy, epithet of the wild goat, Od. [from ἴονθος