ἰσομετρία
English (LSJ)
ἡ, equality of measure, Arist.Fr. 47.
German (Pape)
[Seite 1265] ἡ, gleiches Maaß, Plut. de music. 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mesure égale.
Étymologie: ἰσόμετρος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομετρία: ἡ равная мера или равномерность Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομετρία: ἡ, ἰσότης μέτρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43.
Greek Monolingual
η (Α ἰσομετρία) ισόμετρος
ισότητα μέτρου, ισότητα προς κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο, ισότητα ενός πράγματος προς άλλο με βάση κάποιο μέτρο, συμμετρία, συμμετρικότητα, αναλογία.