ἰσχυριστέον

English (LSJ)

one must maintain stoutly, Pl.R. 533a.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἰσχυρίζομαι, δεῖ ἰσχυρίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 533Α.

Greek Monotonic

ἰσχῡριστέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο κανείς πρέπει να δείξει επιμονή, σε Πλάτ.

German (Pape)

man muß behaupten, Plat. Rep. VII.533a.