ἰσχόφωνος

German (Pape)

[Seite 1273] v. l. für ἰσχνόφωνος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχόφωνος: Her. v. l. = ἰσχνόφωνος 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχόφωνος: ἴδε ἰσχνόφωνος ΙΙ.

Greek Monolingual

ἰσχόφωνος, -ον (Α)
ισχνόφωνος, τραυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, ισχνόφωνος
στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως άλλος τ. του επιθ. ἰσχνόφωνος, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε σύγχυση].