ἱλασία

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, = ἱλασμός, IGRom.3.1297 (Arabia).

Greek Monolingual

ἱλασία, ἡ (Α)
ο ιλασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα- (του ρ. ἱλά-σκομαι) + κατάλ. -σια (πρβλ. σημασία)].