ἱμάλιος

English (LSJ)

α, ον, abundant, Hsch.; as name of a month at Hierapytna, GDI 5040.4. Doric word for ὁ νόστος καὶ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλεύρων Trypho ap. Ath. 14.618d; = ἐπιμύλιος ᾠδή, Hsch., Poll. 4.53.

German (Pape)

[Seite 1252] reichlich, überflüssig, Hesych. Auch eine Traubenart.

Greek Monolingual

ἱμάλιος, -ον (Α) ιμαλιά
φρ. «ἱμάλιον μέλος» — ιμαίον μέλος.