ἱμαντάριον

English (LSJ)

[ῐ], τό, Dim. of ἱμάς, BCH29.536 (Delos, ii B.C.), POxy.326 (i A.D.).
2 halyard, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1252] τό, dim. von ἱμάς, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱμάς, ναυτικὸς ὅρος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἱμαντάριον, τὸ (Α)
μικρός ιμάντας, λουράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον, ωάριον)].