ὁ, Dim. of ἱμάς, Herod.6.71.
ἱμαντίσκος, ὁ (Α)μικρός ιμάς, λουράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ να-ΐσκος, ορμ-ίσκος)].