ἱμερόφρων

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ, ἡ, lovely in spirit, Doroth. ap. Heph.Astr.3.9.

Greek Monolingual

ἱμερόφρων, ὁ (Α)
αυτός που έχει διάθεση η οποία θέλγει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. αλλόφρων, ομόφρων].