ἱππάκης

English (LSJ)

ου, ὁ, v. ἱππάκη I.

Greek Monolingual

ἱππάκης, ὁ (Μ)
ιππάκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ίππάκη με αλλαγή γένους].

German (Pape)

ὁ, = ἱππάκη, Eust.