ου, ὁ, v. ἱππάκη I.
ἱππάκης, ὁ (Μ)ιππάκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ίππάκη με αλλαγή γένους].
ὁ, = ἱππάκη, Eust.