ιππάκη
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
ἱππάκη, ἡ (Α) ίππος
1. τυρί από γάλα φοράδας, που έτρωγαν οι Σκύθες («ἱππάκην τρώγουσι
τοῦτο δ' ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.)
2. είδος φυτού.