ἱππάκη

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππάκη Medium diacritics: ἱππάκη Low diacritics: ιππάκη Capitals: ΙΠΠΑΚΗ
Transliteration A: hippákē Transliteration B: hippakē Transliteration C: ippaki Beta Code: i(ppa/kh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,
A mare's-milk cheese, used by the Scythians, Hp.Aër.18, A.Fr.198, Theopomp.Hist.48, Thphr. HP 9.13.2, Dsc.2.71:—also ἱππάκης, ου, ὁ, Eust.916.16.
2 horse's rennet, Dsc.2.75.
II a leguminous plant, Ph.Bel.86.25, Plin.HN25.83.

German (Pape)

[Seite 1257] ἡ, der Pferdekäse der Scythen, Aesch. frg. 190, Hippocr., Theophr. u. Sp. – Das Lab von Pferden. – Eine Hülsenfrucht, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ἱππάκη: (ᾰ) ἡ (у скифов) сыр из кобыльего молока (ἱππάκης βρωτῆρες Σκύθαι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππάκη: ᾰ, ἡ, τυρὸς ἐξ ἱππείου γάλακτος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Σκύθαις, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 203, πρβλ. Θεοπόμπ. Ἱστ. 51, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 2 (ἔνθα διάφ. γρ. ἱππακή), Διοσκ. 2. 80· - ὡσαύτως ἱππάκης, ου, ὁ, Εὐστ. 916. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππάκη· Σκυθικὸν βρῶμα ἐξ ἵππου γάλακτος. οἱ δὲ ὀξύγαλα ἱππεῖον, ᾧ χρῶνται Σκύθαι. πίνεται δὲ καὶ ἐσθίεται πηγνύμενον ὡς Θεόπομπος ἐν τρίτῳ αὐτοῦ λόγῳ. καὶ μάνδρα ἵππων παρὰ Λάκωσιν». ΙΙ. εἶδος ὀσπρίου, ἐρεβίνθους καὶ θέρμους καὶ ἱππάκην καὶ ὀρόβους κτλ. Φίλων Μαθ. σ. 86, Πλίν. 25. 44.

Greek Monolingual

ἱππάκη, ἡ (Α) ίππος
1. τυρί από γάλα φοράδας, που έτρωγαν οι Σκύθες («ἱππάκην τρώγουσι
τοῦτο δ' ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.)
2. είδος φυτού.