ἱππίδιον

English (LSJ)

τό, a kind of fish, Epich.44.

German (Pape)

[Seite 1259] τό, dim. zu ἵππος, B. A. 43; – ein Fisch, Epicharm. bei Ath. VII, 304 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἵππος, ὡς τὸ ἱππάριον παρὰ Ξεν., Εὐστ. Πονημάτ. 294. 48. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 304Ε, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

το (Α ἱππίδιον)
νεοελλ.
1. (υποκορ. του ίππος) μικρός ίππος, ιππάριο, αλογάκι
2.
αρχ.
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρίδιον, χοιρίδιον)].