ἱπποδίνητος

English (LSJ)

[ῑ], ον, whirled in chariots, Συρακόσιοι, B.5.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδίνητος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ἵππων δινούμενος, ἐπὶ ἁρματηλάτου, Εὔμοιρε Συρακοσίων ἱπποδινήτων στρατηγὲ Βακχυλ. 5. 2 (ἔκδ. Blass.), πρβλ. οἰστροδίνητος.

Greek Monolingual

ἱπποδίνητος, -ον (Α)
(για αρματηλάτη) αυτός που δονείται από τους ίππους στην αρματηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστροδίνητος, σφονδυλοδίνητος].