ἱπποχάρμης

English (LSJ)

ἱπποχάρμου, ὁ, = ἱππιοχάρμης, Pi.O.1.23, Pae.2.104.

German (Pape)

[Seite 1262] = ἱππιοχάρμης, βασιλεύς Pind. Ol. 1, 23.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποχάρμης: ου ὁ Pind. = ἱππιοχάρμης.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποχάρμης: -ου, ὁ, = ἱππιοχάρμης, Πινδ. Ο. 1. 35.

Greek Monolingual

ἱπποχάρμης, δωρ. τ. ἱπποχάρμας, ὁ (Α)
ιππιοχάρμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. σιδηροχάρμης, χαλκοχάρμης].