ἱππότιγρις

English (LSJ)

ιδος, ὁ, a large kind of tiger, D.C.77.6; cf. ἵππος v11.

German (Pape)

[Seite 1261] ιδος, ὁ, eine große Tigerart, D. Cass. 77, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππότιγρις: -ιδος, ὁ, εἶδος μεγάλης τίγρεως, Δίων Κ. 77. 6· ἴδε ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππότιγρις, -ἱγριδος, ὁ (Α)
είδος τίγρης με μεγάλο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τίγρις. Το α’ συνθετικό ιππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλος»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππο-σέλινον.