ἴχνευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, track, Poll. 5.11.

Greek Monolingual

ἴχνευμα, τὸ (Α) ιχνεύω
ίχνος.


German (Pape)

[Seite 1276] τό, das Aufgespürte, die Spur, Poll. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἴχνευμα: τό, ἴχνος, Πολυδ. Ε΄, 11.