ιχνεύω

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ἰχνεύω)
αναζητώ τα ίχνη, ψάχνω για τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, ιχνηλατώ
αρχ.
1. (γενικά) ζητώ να βρω κάτι, αναζητώ
2. βαδίζω στα ίχνη κάποιου, μιμούμαι, αναπτύσσω άμιλλα προς κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», Πίνδ.)
3. φρ. «ἰχνεύω τὰ ὄρη» — τριγυρίζω τα βουνά κυνηγώντας (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος.
ΠΑΡ. ιχνευτής
αρχ.
ιχνεία, ίχνευμα, ιχνεύμων, ίχνευσις, ιχνευτήρ
μσν.
ιχνεύτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανιχνεύω
αρχ.
διεξιχνεύω, διϊχνεύω, εξιχνεύω, περιϊχνεύω, προϊχνεύω, συνανιχνεύω, συνεξιχνεύω, συνιχνεύω.