ἵππαγρος

English (LSJ)

ὁ,= ἵππος ἄγριος, wild horse, Opp.C.3.252.

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, das wilde Pferd, Opp. Cyn. 3, 252.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππαγρος: ὁ, = ἵππος ἄγριος, Ὀππ. Κυν. 3. 252.

Greek Monolingual

ἵππαγρος, ὁ (Α)
άγριος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βόαγρος, σύαγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος].