ὀδμήεις
English (LSJ)
ὀδμήεσσα, ὀδμήεν, giving out a smell, odorous, fragrant Nic.Al.437.
German (Pape)
[Seite 293] εσσα, εν, duftend, wohlriechend, stinkend, ἱδρώς, Nic. Al. 437.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδμήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων ὀσμήν, ἐκπέμπων ὀσμήν, Νικ. Ἀλεξιφ. 437.
Greek Monolingual
ὀδμήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που αναδίδει δυσοσμία, δύσοσμος, δυσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. της λ. ὀσμή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μορφήεις, μυρήεις)].