ὀλιγήρης

English (LSJ)

ὀλιγήρες, = ὀλίγος, θαλάμη Nic.Th.284.

German (Pape)

[Seite 320] ες, = ὀλίγος, Nic. Th. 284, so daß -ήρης, wie in vielen dieser Wörter, als reines suffixum behandelt ist, ohne daß an die Ableitung gedacht ward.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγήρης: -ες, ἀντὶ ὀλίγος, Νικ. Θηρ. 284.

Greek Monolingual

ὀλιγήρης, -ῆρες (Α)
λίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. λευκήρης, μεσήρης)].