ὀλοφλυκτίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, large pimple, Hp.Mul.2.206; pimple on the tongue, Myrtil.3.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφλυκτίς: -ίδος, ἡ, φλύκταινα, Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - φλύκταινα ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» Πολυδ. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).
Greek Monolingual
ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, -ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῖται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση του -λ-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bladder, pustule with blood and water (Hp.)
Other forms: ὀλοφυκτίς H.; ὀλοφυγδών or ὀλοφύγγων
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὀλός and φλυκτίς