ὀμφαλιστήρ

English (LSJ)

ὀμφαλιστῆρος, ὁ, knife to cut the navel-string, Poll.2.169,4.208, Hsch.

German (Pape)

[Seite 343] ῆρος, ὁ, das Messer zum Abschneiden der Nabelschnur, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλιστήρ: ὁ, τὸ ἐργαλεῖον δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν λῶρον, Πολυδ. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ὀμφαλιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
εργαλείο για την αποκοπή του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. ὀμφαλίζω (πρβλ. βραχιονιστήρ)].