λῶρον

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek (Liddell-Scott)

λῶρον: τό, τὸ Λατ. lorum, ἱμάς, λωρίον πληθ. τὰ λῶρα = τὰ ἡνία, Ψελλ. Στιχ. 362.

Greek Monolingual

λῶρον, τὸ (Μ)
1. δερμάτινο λουρί, ιμάντας
2. συν. στον πληθ. τὰ λῶρα
τα ηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum «ιμάντας, ηνία» (πρβλ. λῶρος)].

German (Pape)

τό, = λῶρος.