ὀμφητήρ
English (LSJ)
ὀμφητῆρος, ὁ, soothsayer, Tryph.133.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφητήρ: -ῆρος, ὁ, μάντις, χρησμῳδός, Τρυφιόδ. (γραπτέον Τριφ-) 133.
Greek Monolingual
ὀμφητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
προφήτης, μάντης, χρησμωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού» + επίθημα -τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρήματος ὀμφάω (πρβλ. τιμωρητήρ)].