ὀμφητήρ

English (LSJ)

ὀμφητῆρος, ὁ, soothsayer, Tryph.133.

German (Pape)

[Seite 344] ῆρος, ὁ, der Wahrsager, Tryphiod. 132.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφητήρ: -ῆρος, ὁ, μάντις, χρησμῳδός, Τρυφιόδ. (γραπτέον Τριφ-) 133.

Greek Monolingual

ὀμφητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
προφήτης, μάντης, χρησμωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού» + επίθημα -τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρήματος ὀμφάω (πρβλ. τιμωρητήρ)].