ὀνάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of ὄνος, small ass, small donkey, Diph.89, Macho ap.Ath.13.582c, Arr.Epict.2.24.18, Vit.Aesop. Oxy.2083.19, POxy.63.11 (ii/iii A. D.); of a bronze figure, PGiss.47.17 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 345] τό, dim. von ὄνος, Eselein, Macho bei Ath. XIII, 582 c (v. 67).

Russian (Dvoretsky)

ὀνάριον: τό ὄνος осленок NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄνος, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C, κ. ἀλλ.

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of ὄνος; a little ass: young ass.

English (Thayer)

ὀναριου, τό (diminutive of ὄνος; cf. (Winer's Grammar, 24and) γιναικαριον), a little ass: Machon quoted in Athen. 13, p. 582c.; (Epictetus diss. 2,24, 18).)

Greek Monolingual

ὀνάριον, τὸ (Α) όνος
1. μικρός όνος, γαιδουράκι
2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῦν, εἰ ἐπωλεῖτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).

Chinese

原文音譯:Ñn£rion 哦那里按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(小)驢
字義溯源:驢駒,小驢;源自 (ὄνος)*=驢
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 一匹驢駒(1) 約12:14

French (New Testament)

ου (τὸ) ânon
ὄνος